Menu
A+ A A-
ek_neotitos_mou_larisa_c

«Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου…»: 10 + 1 διηγήματα ως νοσταλγία της παιδικής αθωότητας

Γιώργος Ανδρειωμένος - Καθηγητής  Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

"Μπορεί ο Πλάτωνας να εξόρισε τους ποιητές από την ιδανική «Πολιτεία» του, μιας και αυτοί θεωρούνται από πολλούς ως ουτοπιστές και αιθεροβάμονες, αλλά η πείρα της ζωής έχει δείξει ότι τα μεγάλα έργα χρειάζονται, κυρίως στην πολιτική, δημιουργική φαντασία, όραμα και τόλμη, δίπλα στον ρεαλισμό, τη μεθοδικότητα και την ψύχραιμη διαχείριση, χωρίς βέβαια να λείπει από όλα αυτά το συναίσθημα. Για τούτο και κάθε άλλο παρά διστακτικός πρέπει να είναι κάποιος απέναντι σε πολιτικούς-καλλιτέχνες ή δημιουργούς, δηλαδή ευαίσθητους ανθρώπους, ιδίως σε μιαν εποχή αρκετά παρακμιακή σε θέματα κουλτούρας και τόσο στυγνή ως προς την οικονομική καθημερινότητα. Όταν μάλιστα αυτοί ανήκουν στη νεότερη γενιά, το πράγμα αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να βλέπει κανείς νέους Έλληνες πολιτικούς να γράφουν λογοτεχνία, έστω και «σε στιγμές έντασης», ως «προσπάθεια απόδρασης από αυτή», όπως κάνει με την τελευταία του συλλογή διηγημάτων ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.

Ο σαραντατριάχρονος πολιτικός και συγγραφέας, βέβαια, με προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει ήδη δώσει και άλλα δείγματα των πνευματικών του αναζητήσεων, κυρίως μέσα από ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες, δοκίμια πολιτικού προβληματισμού, αλλά και σκόρπια χρονογραφήματα και πεζά του, αφού γι’ αυτόν «το διάβασμα και το γράψιμο είναι ασφαλής οδός διαφυγής από τα μικρά και ψυχοφθόρα της πολιτικής», που, απ’ ό,τι φαίνεται συχνά τον «βαραίνουν». Είναι, όμως, η πρώτη φορά που αποπειράται να συγκεντρώσει, σε μιαν ενιαία συλλογή, δέκα συν ένα σύντομα διηγήματα, όλα «βασισμένα κυρίως σε ακούσματα αλλά και βιώματα των παιδικών του χρόνων». Άλλωστε, αυτά τα «ακούσματα» και τα «βιώματα» έχουν καθορίσει, σε μεγάλο βαθμό, και τη θεματική των ερευνητικών του ενασχολήσεων.

Στο επίκεντρο των ιστοριών του βρίσκονται η θεσσαλική (καλύτερα: η λαρισαϊκή) ύπαιθρος και οι άνθρωποί της, «γηγενείς» και «πρόσφυγες», κυρίως δε οι δεύτεροι, από τη γη της Καππαδοκίας, οι πατριώτες του, που, πληρώνοντας τον ελλαδικό οίστρο και τη μεγαλοϊδεατική έξαρση, έφτασαν στη νέα πατρίδα, ξεριζωμένοι από τα πατρογονικά εδάφη, στα οποία επιβίωσαν μετά από οχτώ αιώνες οθωμανικής κατοχής, για να συναντήσουν εδώ τη σκληρότητα εκείνων που δεν έβλεπαν στο πρόσωπό τους παρά τους διεκδικητές μέρους από τα παλαιά τσιφλίκια. Και όμως: κατάφεραν να ενσωματωθούν πλήρως στα νέα δεδομένα, να ορθοποδήσουν και να συμβάλουν αποφασιστικά στη μεταμόρφωση και στον εκσυγχρονισμό της νεοελληνικής κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, έδειξαν πως η πατρίδα, ως γενέθλιος τόπος, μπορεί να θυσιαστεί για την Πατρίδα, ως όραμα και ιδέα, και πως, ταυτόχρονα, για κάθε κοσμοπολίτη, μπορεί να ισχύσει το όπου γη και πατρίς. Όπως και ο Ανδρέας Κάλβος στην ωδή του «Ο Φιλόπατρις» με τη λέξη πατρίδα εννοεί άλλοτε τη Ζάκυνθό του, άλλοτε την επαναστατημένη Ελλάδα μας και, εν κατακλείδι, την πατρίδα του καθενός. Δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι φορές που ο Χαρακόπουλος προβάλλει και αναλύει, στα συζητούμενα διηγήματά του, τα συναφή προς τα πιο πάνω ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, αφήνοντας διακριτικά να διαφανεί ο ιστορικός ερευνητής και ο κοινωνιολόγος.

Η απλότητα, η ολιγάρκεια, ο λαϊκός πολιτισμός, με άλλα λόγια η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνονται μία προς μία οι ιστορίες του συγγραφέα, οι οποίες διατρέχουν κατά χρονολογική τάξη μιαν εξηκονταετία περίπου, από τον μεσοπόλεμο ίσαμε την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. Είναι, μάλιστα, τέτοια η χρονική ακολουθία στο ξετύλιγμα της μιας ιστορίας μετά την άλλη, τόσα τα πρόσωπα που επανέρχονται σε διαφορετικά κείμενα και φάσεις της ζωής τους και, πάνω απ’ όλα, τόσο προσδιορισμένοι οι τόποι που ξετυλίγεται η αφήγηση της δράσης, ώστε, έστω και υπερβάλλοντας κάπως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη πως τα διηγήματα της συλλογής αποτελούν κεφάλαια ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος.

Κάθε ήρωας του Χαρακόπουλου, ως γνήσια λαϊκός τύπος, «παλεύει με τα καμώματα της μοίρας», τα οποία δείχνει να μην μπορεί να υπερβεί. Λόγου χάριν, η δύναμη της κατάρας της Ουρανίας για την αυτοκτονία της προσφυγοπούλας θυγατρός της, της Ευδοξίας, εξαιτίας της συνεύρευσής της με το αρχοντόπουλο Αλέξη, που την άφησε έγγυο και την παράτησε μη αντιστεκόμενος στη βούληση του πατέρα του ο οποίος την θεωρούσε «τουρκογύφτισσα», γίνεται εφιάλτης για τον νεαρό άρχοντα που, ακόμη και στον Πέτρο, τον γιο που υιοθέτησε με την κατά επτά έτη μεγαλύτερη σύζυγό του, κόρη του καθηγητή του στη Γεωπονική Σχολή τον οποίο, κατά τα ειωθότα της εποχής, διαδέχθηκε στην πανεπιστημιακή έδρα, αναθυμάται τις πέτρες που του έριχνε μαζί με τις κατάρες η χαροκαμένη μάνα, έχοντας ο ίδιος «υποταχθεί στο πεπρωμένο, απ’ το οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει». Και να σκεφθεί κανείς ότι οι συναντήσεις των νέων γίνονταν σε μιαν παλαιά «οθωμανική γέφυρα του Πηνειού», η οποία, «μισογκρεμισμένη» πια, στεκόταν εμπόδιο στην ανθρώπινη επικοινωνία, όπως μισοτελειωμένη υπήρξε και η σχέση των δύο παιδιών. Ωστόσο, στη λαϊκή αντίληψη (αλλά και στην ελληνική παράδοση γενικότερα) επέρχεται στο τέλος η κάθαρση και αίρεται η κατάρα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην πασίγνωστη παραλογή «Του γιοφυριού της Άρτας»· τη στιγμή ακριβώς που ο Αλέξης ακούει τον Χρόνη Αηδονίδη να τραγουδά το διαδεδομένο όσο και σημαδιακό μοιρολόγι «Αρχοντονιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα», βλέπει τον γιο του να βρίσκει στη δική του αγαπημένη, που επίσης ονομάζεται Ευδοξία, αυτήν που έχασε ο ίδιος.

Με τον ίδιο τρόπο λυτρώνεται, μετά από 28 χρόνια, από τη «νεανική του αμαρτία», ο Κωστής Χατζηκωνσταντίνου, επιβλέπων μηχανικός της εταιρείας «Πράκτωρ» (άραγε μετονομασία του πασίγνωστου «Άκτορα»;), που αναλαμβάνει να διανοίξει τον δρόμο Καρίτσα - Κόκκινο Νερό. Ήταν σχεδόν παιδί όταν «εγκατέλειψε τη Ζωή μέσα στα αίματα στο λόφο του Άϊ-Λια», δίνοντας «άδοξο τέλος στον εφηβικό του έρωτα το καλοκαίρι του 1979», ενώ παραθέριζε οικογενειακώς στο σπίτι της καλής του, στο Κόκκινο Νερό. Βλέπετε, η μάνα του ονειρευόταν για τον κανακάρη της «κορίτσι από τα Φάρσαλα», αφού η ιδιοκτησία της Ζωής στα παράλια δεν είχε αποκτήσει ακόμα αξία. Μια μοιραία, όμως, συνάντηση με την παλιά του αγαπημένη, που είναι πλέον η «δραστήρια πρόεδρος των Φίλων του Δάσους», είναι αρκετή για να τον γλιτώσει από τους εφιάλτες από τους οποίους ξυπνούσε κάθιδρος κάθε βράδυ και να τον κάνει να ξεχάσει τα υπαρξιακά ερωτήματα που χτυπούν την πόρτα κάθε μεσόκοπου άνδρα, ιδίως όταν είναι γεροντοπαλίκαρο.

Τέτοια ερωτήματα, βέβαια, βασανίζουν και γεροντότερους, όπως ο Σάββας, που σε μια θερινή του επίσκεψη μετά της συζύγου του Ολυμπίας στα λουτρά της Αιδηψού, ξεμπροστιάζεται, βρίσκοντας την… Ανάσταση στα… πόδια της χήρας Αναστασίας, τα καλυμμένα από διάφανες μαύρες κάλτσες (δώρο του βουλευτή Ευρυτανίας Δεληστάθη), καταπώς είχε γίνει ρεζίλι και είχε ξεπαραδιαστεί (όπως και τόσοι άλλοι) πριν από χρόνια, για τα πόδια μιας ντιζέζας, στο πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου· και πάλι, η μοίρα είχε παίξει το παιχνίδι της. Όπως το έπαιξε και στον Χρηστάρα τον Σέσουλα και στη γυναίκα του Δέσποινα, μετά το πέρας του πανηγυριού της Παναγίας της Δεμερλιώτισσας, οπότε, εντελώς τυχαία, βρέθηκε το σταλμένο από την Αμερική γράμμα του Θωμά Βαϊράμη, αδελφού του γλεντζέ πρωταγωνιστή, η ανεύρεση του οποίου συνέπεσε με τον ερχομό του ξενιτεμένου στο χωριό, δίνοντας ελπίδες για ίαση στον παράλυτο Γιαννάκη, γιο του ζεύγους.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η αφήγηση του Χαρακόπουλου διανθίζεται από καθημερινές συνήθειες, καθώς και ήθη και έθιμα, κυρίως προσφυγικής προέλευσης, που κάποτε παραπέμπουν σε ηθογραφικού τύπου περιγραφές, όπως συμβαίνει με την εξασφάλιση από τη γρια-Μέλπω των καρπών των δέντρων της, τον παραλληλισμό των παλαιστών (πεχλιβάνηδων) της Αδάνων με την πάλη του Αναστάση με τον δάσκαλό του, την απόπειρα ίασης του μελανιασμένου ποδιού του Αναστάση από τη γιάτρισσα πρώτη εξαδέλφη του πατέρα του, τον συσχετισμό της λυκοφωλιάς στο Τσαμπλαζάρ με τα λαξευμένα στο βουνό και δαιδαλώδη οικήματα των Ρωμηών της Καππαδοκίας, τη βόλτα του παπά-Λάμπρου στα σπίτια κατά τον εορτασμό των Φώτων «για να ξορκίσει το κακό», με το αντίστοιχο «χαρτζιλίκωμα» του ιδίου και του παιδιού που τον συνόδευε, το άρμεγμα και τη βοσκή των προβάτων, το διάβασμα της ευχής «κουρτ αγζί μπαγλαμάκ» για το δέσιμο του στόματος του λύκου, το ψάλσιμο του μπάρμπα-Δημητρού ή τον εορτασμό της Ανάστασης. Βέβαια, οι περιγραφές αυτές δεν σημαίνουν ότι ο συγγραφέας περιπίπτει στην ηθογραφία, αλλά πως εκμεταλλεύεται δημιουργικά και ενσωματώνει επιτυχημένα στο έργο του στοιχεία της προγενέστερης λογοτεχνικής παράδοσης, ιδίως από τον χώρο του διηγήματος, όπως την πρωτοδίδαξαν ο Γεώργιος Βιζυηνός και, πρωτίστως, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Και πραγματικά: ο μεγάλος Σκιαθίτης, του οποίου εορτάζονται εφέτος τα 100 χρόνια από την κοίμησή του, δείχνει να έχει επηρεάσει, άμεσα ή έμμεσα, τη λογοτεχνική γραφή του Χαρακόπουλου. Η εορταστική ατμόσφαιρα αρκετών διηγημάτων (κατά πρώτο λόγο από τις περιόδους των Χριστουγέννων, των Φώτων και του Πάσχα), τα διάσπαρτα στο κείμενο εκκλησιαστικά χωρία, οι συχνές θυμοσοφικές αποφάνσεις, οι ονειρικές αναπολήσεις, η έμφαση στην περιγραφή, η πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, οι λιτοί και περιεκτικοί διάλογοι, η σποραδική χρήση λεξιλογίου από το τοπικό ιδίωμα και, κυρίως, η λειτουργία και η μη συμβατική ροή του χρόνου είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρνουν την παρούσα συλλογή κοντά στις παπαδιαμαντικές τεχνικές.

Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείψει από τα διηγήματα αυτά η περιγραφή πολιτικών δρωμένων της μακρόχρονης αυτής περιόδου και ο πολιτικοκοινωνικός προβληματισμός που σχετίζεται με τις εκάστοτε συγκυρίες. Πάθη και συγκρούσεις του παρελθόντος συνυπάρχουν με το ξεκοκάλισμα των Κοινοτικών Επιδοτήσεων, την άναρχη δόμηση και την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του χώρου. Η πορεία του νεοελληνισμού από τους καταυλισμούς των προσφύγων ίσαμε την… Πετρούλα των μετεωρολογικών δελτίων του «Σταρ» δείχνει, αν μη τί άλλο, την απόσταση που διανύθηκε μέσα σε εξήντα και πλέον χρόνια και το πόσο, κάποιες φορές, διαφοροποιείται η ουσία του χτες, «τότε που οι άνθρωποι ήταν ολιγαρκείς και οι αρχές που κανοναρχούσαν τη ζωή τους δεν αμφισβητούνταν», από το θέαμα του σήμερα, όπου οι άνθρωποι έχουν βυθιστεί στην υπερκατανάλωση και τους κυνηγούν τα σπρεντς και οι τοκογλύφοι.

Ο Χαρακόπουλος, ως συγγραφέας δείχνει να αγωνιά για μιαν άμεση επαφή με τον αναγνώστη (και ως πολιτικός, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, με τον ψηφοφόρο της περιφέρειάς του). Οχτώ φορές, μάλιστα, στα διηγήματά του απευθύνεται απευθείας σε όσους τον διαβάζουν, με την προσφώνηση αναγνώστη, και τους καλεί σε από κοινού μέθεξη σε όσα διαδραματίζονται. Ακόμη, νοσταλγεί από τα χρόνια της παιδικής του αθωότητας τη Λάρισα των αμεσότερων ανθρώπινων συναναστροφών, των γειτονιών, των παραδοσιακών καταστημάτων, των μονοκατοικιών, του παζαριού και των θεσπέσιων γεύσεων, που σώζονται πλέον στο λαογραφικό μουσείο «σαν καρτ ποστάλ των αρχών του προηγούμενου αιώνα». Έχει, με άλλα λόγια, συνειδητοποιήσει την ευθύνη όσων συμμετέχουν στα κοινά να περισώσουν ό,τι μπορούν από αυτό που χάνεται. Είθε να συμβάλει με τις δυνάμεις του προς αυτήν την κατεύθυνση, μη φοβούμενος το όποιο «πολιτικό κόστος».

Όμως τον Χαρακόπουλο δείχνει να τον βασανίζει και κάτι ακόμα: ότι αν «ο χρόνος κυλά σαν νερό», «είναι κρίμα να συνειδητοποιεί κανείς πως κάποτε τον σπατάλησε χωρίς να αξίζει τον κόπο». Αν αυτό αναφέρεται και στη συγγραφική του πράξη (και μάλλον έτσι είναι αφού η άποψή του αυτή παρατίθεται στο εισαγωγικό σημείωμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου του), μπορεί να αισθάνεται βέβαιος ότι για τον ομιλούντα (αλλά και για κάθε επαρκή αναγνώστη) ο συγγραφέας «κέρδισε» την κάθε στιγμή που διέθεσε για να γράψει, όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό από την ανάγνωση των καλογραμμένων και βιωματικών διηγημάτων του. Διηγημάτων που κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις όσων τα διαβάζουν, που νοιώθουν να αφουγκράζονται λέξη προς λέξη τις στιχομυθίες και τους ήχους των κειμένων, να αγγίζουν αντικείμενα και πρόσωπα που παρελαύνουν από τις παραγράφους τους, να γεύονται εδέσματα και γλυκίσματα που παρασκευάζονταν με πιο αυθεντικό τρόπο, να οσμίζονται την τσίκνα από τα ψητά και την ευωδιά από την αύρα της φύσης και, κυρίως, να βλέπουν εικόνες μιας άλλης, πιο ανθρώπινης εποχής· σε αυτό το τελευταίο βοηθούν καθοριστικά οι φωτογραφίες-κλειδιά που προηγούνται κάθε διηγήματος, αλλά και διακοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Κατόπιν τούτων, ο έπαινος προς τον συγγραφέα φαντάζει απόλυτα φυσικός και επιβεβλημένος".

Νίκος Παπαθεοδώρου - Γιατρός, ιστορικός ερευνητής

"Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος σε ένα από τα διηγήματα του βιβλίου του, το «Αναστάσεως ημέρα» γράφει: «Ο σταυρός από τον καπνό της αναστάσιμης λαμπάδας στο ανώφλι της εισόδου του σπιτιού, θα έμενε ως σφραγίδα δωρεάς για όλο το χρόνο, μέχρι να έρθει και πάλι η Πασχαλιά». Από μια αντίστοιχη δωρεά φαίνεται ότι σφραγίστηκε «εκ νεότητος» στο αναλόγιο και ο Μάξιμος. Στα κατοπινά χρόνια η δωρεά αυτή μετουσιώθηκε σε επιστημονική γνώση, σε πνευματική επίγνωση και σε πολιτική αυτογνωσία.

Στην πολιτική του πορεία αναφέρθηκαν, ως πιο ειδικοί, οι προλαλήσαντες. Εδώ θα αρκεστούμε στο βιβλίο και στη συγγραφική του ιδιότητα.

Η συλλογή διηγημάτων του Μάξιμου Χαρακόπουλου με τον ψαλμικό τίτλο «Εκ νεότητός μου» που έχουμε την ευκαιρία όλοι εμείς να παρουσιάζουμε σήμερα, είναι το τέταρτο στη σειρά βιβλίο του συγγραφέα. Σ’ αυτό συμπεριέλαβε δέκα διηγήματα και στο τέλος πρόσθεσε το «Σεργιάνι στη Λάρισα», μια περιήγηση στην πόλη των παιδικών του χρόνων. Η ενασχόλησή του με το διάβασμα και το γράψιμο ήταν ανέκαθεν μια από τις πιο ευχάριστες καθημερινές στιγμές του, ενώ τώρα είναι, όπως αναφέρει ο ίδιος, «μια ασφαλής οδός διαφυγής από τα μικρά και ψυχοφθόρα της πολιτικής». Να είναι όμως μόνον αυτό; Πριν από μια βδομάδα εδώ στην πόλη μας, ο καθηγητής Ηλίας Νικολακόπουλος, κατά την παρουσίαση του βιβλίου των «Αναμνήσεων» ενός σπουδαίου πολιτικού της Λάρισας και μεγάλου πνευματικού ταγού, του Δημητρίου Χατζηγιάννη, ανέφερε ότι λείπουν πια σήμερα οι πολιτικοί με τον βαθύ πνευματικό εξοπλισμό. Λείπουν; Σε κάθε κανόνα υπάρχει και η εξαίρεση. Και την εξαίρεση αυτή την έχουμε ενώπιόν μας.

Διαβάζοντας κανείς με προσοχή το δισέλιδο εισαγωγικό σημείωμα σχηματοποιεί εύκολα το profil του συγγραφέα. Μέσα σε ελάχιστες γραμμές αποτυπώνονται η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, τα πιστεύω του και οι αξίες της ζωής που αταλάντευτα ασπάζεται, ενώ συγχρόνως αναδύεται και ο ευαίσθητος εσωτερικός του κόσμος.

Στη συνέχεια ακολουθούν τα διηγήματα. Πρώτο έρχεται «Η Ευδοξία». Εδώ ο συγγραφέας, μέσα από πολλαπλά flash-back, χτίζει ανθρώπινους χαρακτήρες, που όμως η καθημερινή βιοτική μέριμνα προσπαθεί οικτρά να τους αποχαρακτηρίσει. Ενταγμένα μέσα στην πλοκή, περιγράφει με αξιομήμιτη απλότητα τα πατροπαράδοτα έθιμα, τους αυστηρούς κανόνες και τις διαφορετικές αντιλήψεις της τοπικής κοινωνίας. Άνετη, ανεπιτήδευτη, άδολη είναι συνήθως η συμπεριφορά των απλών ανθρώπων της προσφυγιάς. Συμβατική, υποκριτική και ωφελιμιστική των ανθρώπων της λεγόμενης καλής κοινωνίας. Μια υποσυνείδητη μάχη υποβόσκει ανάμεσα σε δύο στρώματα. Ποιος μπορεί άραγε σήμερα να εννοήσει εύκολα το απονενοημένο διάβημα της Ευδοξίας;

Στο επόμενο διήγημα με τίτλο «Μασαλλάχ» καταγράφεται η αγωνία και ο αγώνας των προσφύγων να ορθοποδήσουν στη νέα τους πατρίδα, να προσαρμοσθούν, να αποτινάξουν προλήψεις και καχυποψίες των αυτοχθόνων κατοίκων και συγχρόνως να μείνουν προσηλωμένοι στα προγονικά ήθη και τις οικογενειακές παραδόσεις. Ο μπάρμπα- Γιακώβ το είχε πάρει τις μετρητοίς, το πίστευε, όταν οδηγούσε τον ανεπρόκοπο γιο του στο σχολείο: «δάσκαλε τα κόκκαλα του παιδιού μου δικά μου, η σάρκα δική σου», υποδεικνύοντας τον μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι δικαιοδοσίες του.

Ακολουθεί μια τετραλογία με ιστορίες που διαδραματίζονται κατά τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης:

−        «Τα Φώτα».

−        Τα Χριστούγεννα στο «Απολωλότα πρόβατα».

−        Η Μεγάλη Εβδομάδα στο «Καλή Ανάσταση μπάρμπα-Δημητρό».

−        Το «Αναστάσεως ημέρα».

Και στις τέσσερις αυτές ηθογραφικές ιστορίες του Μάξιμου διακρίνεται κάποια Παπαδιαμαντική ροή στην αφήγηση των γεγονότων, με γραφή όμως σύγχρονη. Τα μικρά όμως και ασήμαντα στιγμιότυπα της ζωής των φτωχών και αδυνάτων η καλλιγραφική πένα του συγγραφέα τα δίνει σάρκα και οστά, τα ζωντανεύει, τα αποτιμά όπως τα πρέπει και τα αποτυπώνει στο χαρτί αψεγάδιαστα και καθάρια σαν το γάργαρο νερό της πηγής. Εκείνο το χαριτωμένο «… ο παπα-Χαραλάμπης, με το που είδε γυμνή τη γριά-Ευθυμία, τα έχασε τόσο που αντί του Εν Ιορδάνει, άρχισε να ψάλλει το Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου», μου θυμίζει το πάθημα του λόγιου Γρηγορίου Κωνσταντά. Όταν ήταν νεαρός διάκος στις Μηλιές του Πηλίου, καθώς διάβαζε το Ευαγγέλιο της Μ. Εβδομάδος που αναφέρεται στο «εις τόπον λεγόμενον εβραϊστί  Γαβαθά»,  λιγωμένος καθώς ήταν από τη νηστεία, άλλαξε ασυνείδητα τον τονισμό σε γαβάθα. Οι λεκτικές αυτές κακοτοπιές τονίζουν το πνεύμα ιλαρότητας που κυριαρχούσε στους φτωχούληδες του Θεού. Συγκρίνετέ το άφοβα με τη σημερινή φραστική και συγγραφική πενία. Επιστρατεύουν τη βωμολοχία για να εξαναγκάσουν σε λειτουργία τους γελωτοποιούς μύες.

Στο «Πανηγύρι της Δεμερλιώτισσας» η ιστορία, δομημένη μέσα στις ευφρόσυνες ιαχές του πανηγυριού, είναι ποτισμένη με δάκρυα. Ανήμποροι φτωχοί άνθρωποι, με πίστη θερμή και ελπίδα απροσμάχητη, από το αντίδωρο που τους προσέφερε ο μητροπολίτης, γεύονται το μεγάλο δώρο της Παναγιάς στο Δεμερλί των Φαρσάλων.

Στα υπόλοιπα διηγήματα οι ιστορίες είναι παρμένες από την καθημερινή ζωή:

-          Στο «Για μια ζωή στο Κόκκινο Νερό», περιγράφεται μια ανεκπλήρωτη ολοκληρωμένη σχέση του Κώστα και της Ζωής, που η τύχη το έφερε να καταλήξει σε μια απρόσμενη ευτυχία έπειτα από σαράντα χρόνια.

-          Στο «Για φύκια στα Μεσάγγαλα», τα αμμόλουτρα του Αχιλλέα και η αναζήτηση της Βαϊτσας, μέσα από τα θαλασσινά φύκια, του προσωπικού της εξωραϊσμού, καθορίζουν τις περιπετειώδεις διακοπές τους στα Μεσάγγαλα της εποχής εκείνης.

-          Στην «Αναστασία που … ανασταίνει και νεκρούς», μια συναισθηματική έκρηξη του Σάββα για την Αναστασία στα χρόνια της ωριμότητάς του, αναστατώνει την από καιρό κοιμισμένη libido.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το «Σεργιάνι στη Λάρισα». Στο κείμενο αυτό επιχειρείται μια σύντομη αναδρομή στη Λάρισα των παιδικών χρόνων του συγγραφέα, στην πόλη των γλυκών του αναμνήσεων. Νοσταλγικά αισθήματα, μέσα από ένα παιχνίδι τοποθεσιών, προσώπων και γεγονότων, διατρέχουν τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εδώ αναδύονται μνήμες, ανασύρονται ιστορίες και περιγράφονται άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος σχεδόν σε όλα τα διηγήματά του ντύνει το τέλος της κάθε ιστορίας με πινελιές απροσδόκητες και απρόσμενες. Έτσι διαβάζοντας κανείς με τη σειρά τη δομή κάθε διηγήματος, προσπαθεί να μαντέψει πιο θα είναι το τέλος πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ιστορία.

Σε όλα τα γραπτά του η διήγησή του είναι γρήγορη και κατανοητή, χωρίς μακρόσυρτες αναλύσεις και αμφισβητούμενες έννοιες. Μικρές προτάσεις, περιεκτικές και ζωηρές σμιλεύουν τους χαρακτήρες, και περιγράφουν με πληρότητα τα γεγονότα. Η γλώσσα του βιβλίου είναι ρέουσα, η θρησκευτικότητα είναι περιρρέουσα και καταλυτική σε όλα τα έργα του, ενώ η πλοκή ακροβατεί διαρρέουσα ανάμεσα στις καθημερινές ανθρώπινες αδυναμίες.

Ο συγγραφέας Μάξιμος Χαρακόπουλος πλάθει τις ιστορίες με βαθύ ανθρώπινο και θρησκευτικό συναίσθημα, και με πληθωρική αγάπη προς το προσφυγικό στοιχείο, από το οποίο προέρχεται εξάλλου και ο ίδιος. Με μια διαδοχική παράθεση έντονων συναισθηματικών μεταβολών, στοχεύει στην ανθρώπινη τρυφερότητα του αναγνωστικού κοινού. Τα γραπτά του αποκαλύπτουν τη χάρη και τη δροσιά ενός προικισμένου και χαρισματικού διηγηματογράφου.

Οι φωτογραφίες που διανθίζουν τα κείμενα είναι ευρηματικές. Αποπνέουν κάτι από την οσμή και την ατμόσφαιρα των διηγημάτων. Παλιές, καλλιτεχνικά απλές, ανεπιτήδευτες, εναρμονίζονται με το κείμενο σε βαθμό ταυτοποίησης.

Κυρίες και Κύριοι

Το συγγραφικό τάλαντο με το οποίο προικίσθηκε από τον Δημιουργό ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, έχει εγκιβωτισθεί σε μια σταθερότερη αξία με την έκδοση του βιβλίου αυτού. Είναι εξάλλου γνωστό ότι προηγήθηκαν άλλα τρία εξίσου επιτυχημένα και ευανάγνωστα βιβλία. Τελικά όλοι εμείς οι οποίοι εντρυφούμε στα γραπτά του και όχι μόνον, πιστεύουμε ακράδαντα ότι εάν ο Μάξιμος δεν ήταν ένας τόσο σπουδαίος, σοβαρός, μεστός και πολλά υποσχόμενος πολιτικός, σίγουρα θα ήταν ένας διαπρεπής και γοητευτικός συγγραφέας.

Ευχαριστώ πολύ".

Βασιλική Γ. Τζότζολα - Αναπλ. Εκπρόσωπος ΝΔ

"Έχετε, αλήθεια, σκεφθεί, ποιά είναι η ασφαλέστερη «οδός διαφυγής από τα μικρά και ψυχοφθόρα της πολιτικής»; Της πολιτικής που τη διατρέχει η ένταση, που συχνά δεν την διατρέχουν οι κανόνες. Μιας πολιτικής, με πυκνές πτυχές παραπολιτικής που συχνά αγγίζουν ήκαι υπερβαίνουν τα όρια της συκοφαντίας. Ενός πολιτικού αγώνα από τον οποίο απουσιάζουν συνήθως Αρχές και Αξίες. Και τότε ο πολιτικός αγώνας, για έναν ευσυνείδητο πολιτικό, όπως ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, μετατρέπεται σε πολιτική αγωνία. Και η μόνη οδός διαφυγής από τη φθορά – έστω για λίγο – είναι η συγγραφή.

Διαβάζοντας την 1η φράση του 1ου διηγήματος του βιβλίου, υποψιάζομαι ότι ο Μάξιμος είναι ένας νέος Παπαδιαμάντης. Ένας ηθογράφος … σε μια εποχή με αμφισβητούμενο ήθος. «Την κατάρα μου να ‘χεις, Φονιά, Φονιά, Φονιά». Είναι η πρώτη φράση του βιβλίου. Και συμπυκνώνει δύο δομικά στοιχεία του τρόπου μας: την Αρά (την κατάρα) και το Φόνο (το θάνατο). Και η αντιστοιχία, η αντιστοίχιση, είναι αναπόφευκτη: με το Γιάννη το Φονιά και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

Διατρέχω τις σελίδες του «Εκ Νεότητός Του» πονήματος και οι υποψίες μου γίνονται βεβαιότητα: ο Μάξιμος, αν και πολιτικός, μεταμορφώνεται σε σύγχρονο Παπαδιαμάντη, ή, θα έλεγε κανείς, σε έναν Θεόφιλο της Λογοτεχνίας. Κι εξηγούμαι..

Ο διηγηματογράφος Μάξιμος έχει ένα απαράμιλλο ταλέντο να παράγει πλούσιες εικόνες, μνήμες και σκέψεις, με ένα εξαιρετικά λιτό τρόπο. Λόγος σαφής, αφηγηματικός, σχεδόν προφορικός. Χρόνος πραγματικός, μετά ιστορικός και πάλι πίσω στην πραγματικότητα. Η λιτότητα, όχι κατ’ ανάγκη η απλότητα των εικόνων του, το επιλεγμένο λεξιλόγιό του, άλλοτε προσφυγικό, άλλοτε παιδικό, πάντοτε Ελληνορωμαίικο, ανάγουν το έργο του σε ένα μικρό θησαυρό. Λεκτικές ψιμυθιώσεις στο έργο, οι προσφυγικές λέξεις: μουχτάρης (κοινοτάρχης), τζανταρμάδες (στρατο-χωροφύλακες), αλλά και τζιέρι μου, γιαβρί μου, μπαξές και μελμεκέτ (η πατρίδα που άφησαν οι πρόσφυγες στην άλλη πλευρά του Αιγαίου). Η  λάμψη των λέξεων, η πολυχρωμία των εικόνων, αλλά και η αυστηρή χάραξη Αρχών και Προτύπων μιας άλλης εποχής, αναδεικνύουν τα απανωτά στρώματα Παιδείας του συγγραφέα και πετυχαίνουν το στόχο του έργου. Που δεν είναι άλλος από την Παραμυθία του Αναγνώστη κάτω από έναν διαφανή ρεαλισμό του διηγηματογράφου.

Η λιτότητα, λοιπόν, δεν είναι ζήτημα αριθμού χρωμάτων, σχημάτων ή λέξεων. Είναι ζήτημα κατάλληλου χειρισμού. Και σ’ αυτόν ο Μάξιμος είναι μάστορας. Και στη Συγγραφή και στην Πολιτική. Θαυμάζει ο Αναγνώστης και τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Σκηνοθετεί τη ζωή μέχρι το θάνατο και αυτήν την πορεία ακολουθεί και η διάρθρωση του βιβλίου: ο θάνατος της Ευδοξίας, μετά τη θανάτωση της Τιμής της, η άνθηση του Αναστάση, του προσφυγόπουλου, η ζωή και ο θάνατος της φύσης, φυσικά φαινόμενα, που συνήθως οι έμπειροι χωρικοί προβλέπουν, διαβάζοντας τα «μερομήνια», αλλά κάποτε η φύση τους αιφνιδιάζει, τα πρόβατα, δηλαδή τα «ζωντανά», που το χειμώνα αναστατώνουν ως απολωλότα τους ιδιοκτήτες τους, και το Πάσχα θα στολίσουν το γιορτινό τραπέζι. Ακολουθεί η Ανάσταση. Ανάσταση Των Πάντων. Και μετά, τη μαγεία και την ευωχία των Υδάτων, πλαισιώνουν το γήρας και τα νιάτα. Τα Ύδατα στο Κόκκινο Νερό και την Αιδηψό είναι ιαματικά, για τους γέρους. Τα ύδατα στα Μεσάγγαλα είναι ευκαιρία διασκέδασης για τα παιδιά.

Ενδιαφέρον σκηνογραφικό εύρημα του Συγγραφέα είναι το «ντύσιμο» στην αρχή κάθε διηγήματος με μια φωτογραφία εποχής. Και οι φωτογραφίες ακολουθούν το θεματικό πυρήνα του διηγήματος: Λείψανο Οθωμανικής Γέφυρας στην Αμυγδαλέα, όπως Θάνατος, Σχολείο, όπως «ενσωμάτωση δια της Ημετέρας Παιδείας», Καφενείο, όπως Συνάντηση, Ενθύμιο Τσομπάνικης Ζωής, όπως «Απολωλότα Πρόβατα», ή και «Λογικά Πρόβατα», όπως ακούμε στον Ακάθιστο Ύμνο, Πάσχα, Παπάς, Ανάσταση, Πανηγύρι, τελικά … Ελληνικότητα.

Ιδιαίτερο ρόλο στο εργόχειρο του Μάξιμου διαδραματίζει το νερό: Στο νερό πνίγεται η Ευδοξία, στο νερό βράζει η γρια-Μέλπω τα ξεραμένα φρούτα για τη νηστεία, με την αγιαστούρα βουτηγμένη στα Αγιασμένα Ύδατα, ο Παπα -Χαραλάμπης ραίνει τους χωρικούς, τη γη και τα ζωντανά και ο Παπα -Λάμπρος την Ανάσταση ψάλλει «δεύτε πώμα πίωμεν καινόν». Το νερό λοιπόν διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου. Άλλοτε ιαματικό, άλλοτε αγιωτικό, άλλοτε διασκεδαστικό. Και, στο τέλος, για να ξεπλύνει το λαιμό από τη λουκουμόσκονη. Σερβιρισμένο σε ποτήρι πολύτιμο, στολισμένο με τον Εθνάρχη Καραμανλή.

Κάτι ακόμη που πρέπει να επισημάνουμε: ότι τα ονόματα των πρωταγωνιστών στα διηγήματα δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, είναι σημειολογικά. Και αυτό το στοιχείο μας παραπέμπει απευθείας στην Παπαδιαμαντική τεχνική. Ο Μάξιμος, αν δεν εφευρίσκει, διαλέγει ονόματα. Συνδυάζοντας τα πρόσωπα ή τους τόπους με ονόματα που το συμβολικό τους νόημα εντείνει τον υπαινιγμό σε μια κατάσταση, θα λέγαμε, υπερβατική. Έτσι, η ατιμασμένη Ευδοξία του πρώτου διηγήματος φέρει όνομα που σημαίνει Ευ + Δόξα, Καλή Φήμη. Και οι γονείς της ονομάζονται Ουρανία και Πρόδρομος. Και γιορτάζουν και οι δύο την ημέρα των Φώτων. Δηλαδή, την ημέρα των Αγιασμένων Υδάτων. Των Υδάτων του ποταμού που έπνιξε την κόρη τους. Να το πάλι το νερό! Και η αδελφή της ονομάζεται Ανατολή. Γιατί αυτή απέμεινε στη χαροκαμένη οικογένεια ως μόνη Ελπίδα Ανατολής της Ζωής. Και μετά το θανατικό, το προσφυγόπουλο ο Αναστάσης. Γιατί μετά το θάνατο, προσδοκάται Ανάσταση. Και ακολουθεί η Αναστασία, που νεκρούς ανασταίνει. Και η κυρά - Ευτέρπη, που το όνομά της σημαίνει καλή τέρψη. Δηλαδή, είναι της καλοπέρασης. Φίλη της, η κυρα - Ευλαλία, η καλή λαλιά, δηλαδή η φαρμακόγλωσσα. Τέλος, τη Λειτουργία του Πάσχα την τελεί ο Παπα –Λάμπρος, γιατί ξημερώνει Λαμπρή.

Το ιστόρημα του Μάξιμου είναι και ιστορικό. Με πολύ προσφυγιά, άπειρη Καππαδοκία, Γοργοπόταμο και ΤΕΑτζήδες, Κομμουνιστές. Βασιλικούς, Βενιζελικούς, Αριστερούς, Δεξιούς, απ’ όλους. Απεικάσματα όλοι, όλων των ανθρώπινων τύπων. Πάντως κανένας δεν είναι, αυτό που λέει ο Ελύτης, «ακεραιωμένος άνθρωπος». Γιατί ο ρεαλισμός και η λιτότητα προϋποθέτουν όχι μόνο αγιότητα, αλλά και αγριότητα. Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι φορείς ηθών και εθίμων. Και κάθε φιγούρα δεν είναι απλώς πρόσωπο. Είναι σχέση. Και είναι και σχήμα. Όπως ο παπάς. Όπως ο κάθε παπάς. Με κάποια ατημελησία, την κακομοιριά – δηλαδή, την κακή μοίρα – την ανάγουν σε αρχοντιά. Μια αρχοντιά προσαρμοσμένη στο ανθρώπινο μέτρο. Σ’ αυτό το στήσιμο προσώπων και καταστάσεων, ο Μάξιμος είναι αληθινός Μάστορας. Και απ’ αυτό το στήσιμο προβάλλει η Καθαρότητα και της δικής του ψυχής. Και τις σεπτές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, τις μετουσιώνει σε σεπτές εικόνες των κατοπινών χρόνων. Κι έτσι τις κρατάει ως φυλαχτό.

Το κοινό υπόστρωμα στα πρόσωπα του συγγραφέα, είναι η λάμψη μιας αγιότητας, που πέτυχε να τους δώσει και η οποία, νομίζω, είναι η προέκταση της δικής του θρησκευτικής πίστης. Σε όποια σελίδα του βιβλίου και αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από το Χριστιανό, τον Έλληνα. Αλλά και κάτω από τον Ρωμηό, το Χριστιανό. Δηλαδή, τον ίδιο το Μάξιμο. Έναν συγγραφέα από πολύ μακριά φτασμένο κι όμως τόσο κοντινό μας.

Σας ανέφερα πρόσωπα και ονόματα. Μίλησα για λέξεις απλές ή σημειολογικές, για φωτογραφίες και εικόνες, για Θάνατο και Ανάσταση. Για επιδόρπιο, άφησα το τελευταίο διήγημα του Μάξιμου. Και αυτό γιατί εκεί ανοίγουν ως βεντάλια οι Γεύσεις. Γεύσεις Γλυκείες, όπως ταιριάζει σε ένα Happy End, επί το Ελληνικώτερον:

Το κοκ του Έξαρχου, που είναι μεγαλύτερο από τα σημερινά, το σάμαλι του πλανόδιου «Λούλουμ», το μιλφέιγ και το κορνέ από το ζαχαροπλαστείο «Στάνη», (Τι πιο οξύμωρο! Τι πιο εντυπωσιακό! Η Στάνη να πουλάει μιλφέιγ και κορνέ!!), η σοκολατίνα της Αίγλης, το γλειφιτζούρι – κοκοράκι που του αγόραζε ο Παππούς και, οπωσδήποτε, στο γυρισμό προς το σπίτι, μια στάση στου Κωνσταντινίδη για γλυκά! Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Μάξιμος μάλλον είναι του γλυκού και όχι του αλμυρού!!! Επέλεξα ένα ελάχιστο απόσπασμα, το τελευταίο σχεδόν του βιβλίου. Το διαλέγω γιατί επιτείνει και παρατείνει το αυτοβιογραφικό ταξίδι του Μάξιμου:

«Το λεωφορείο για Ελευθερέ, Κοιλάδα, Μαυροβούνι, Λουτρό και Βούναινα αναχωρεί σε ένα λεπτό. Από την πλευρά του ποταμού».

Εύχομαι Καλοτάξιδο το Βιβλίο …"

Αγγελική Γκερέκου - Βουλευτής Ν. Κερκύρας ΠΑΣΟΚ, πρώην υφυπουργός

"Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω πολύ το φίλο και συνάδελφο Μάξιμο Χαρακόπουλο, για την τιμητική πρόσκληση την οποία μου έκανε να συμμετάσχω στη παρουσίαση του βιβλίου του, με τίτλο «Εκ νεότητός μου». Και οφείλω να πω ότι κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μου για τη σημερινή μου παρουσία εδώ, με περίμεναν πολλές και ευχάριστες εκπλήξεις, «γνωρίζοντας» κατά κάποιο τρόπο, έναν άνθρωπο που μέχρι στιγμής τον ήξερα με διαφορετικό τρόπο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα ένα-ένα…

Ο Μάξιμος «ομολογεί» στον πρόλογο του βιβλίου του, ότι αναπολεί το παρελθόν «τότε που οι άνθρωποι ήταν ολιγαρκείς και οι αρχές που κανοναρχούσαν τη ζωή τους δεν αμφισβητούνταν». Και «ομολογεί» επίσης ότι η συγγραφή του βιβλίου αυτού, λειτουργούσε ως η προσωπική του «απόδραση» από την πίεση και την ένταση της ενεργούς πολιτικής στην οποία βρίσκεται εδώ και τόσα χρόνια.

Έχει ειπωθεί πολλές φορές, ότι για να είναι κανείς πολιτικός – τουλάχιστον στην Ελλάδα – θα πρέπει αν μη τι άλλο, να «έχει γερό στομάχι». Και για να το μεταφράσουμε αυτό λίγο πιο κομψά, θα λέγαμε ότι ως ιδιοσυγκρασία οφείλει να αντέχει τις ασφυκτικές πιέσεις, οφείλει να αποδέχεται τους κανόνες της «δημόσιας έκθεσής» του και οφείλει να κινείται συχνά σε περιβάλλοντα στα οποία οι προσωπικές αξίες, οι αρχές και τα ατομικά τα πιστεύω, συχνά δοκιμάζονται καθημερινά. Δεν πιστεύω ότι είμαστε ούτε ένα «περίεργο είδος» ανθρώπων, ούτε κάποιοι με «ειδικές ικανότητες» έναντι άλλων. Πιστεύω όμως ότι όλοι μας, έχουμε τους δικούς μας τρόπους, για να κάνουμε αυτό που ο Μάξιμος αναφέρει πολύ εύστοχα: «να δραπετεύουμε από την ένταση».

Και ο τρόπος του Μάξιμου, είναι εξαιρετικά δημιουργικός και ουσιαστικός. Δεν «δραπετεύει» σε έναν άγνωστο, φανταστικό κόσμο, αλλά επιστρέφει σε ένα μέρος που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα: στις προσωπικές του μνήμες στο χώρο και το χώρο. Και μην πιστέψετε ότι αυτή δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ταλέντο για να διατηρείς την επαφή και να ανασύρεις δημιουργικά, όλα εκείνα τα στοιχεία που βρίσκονται «εγγεγραμμένα» μέσα σου, αλλά το υποσυνείδητο έχει ρίξει πάνω τους ένα «πέπλο λήθης».

Και δεν μιλάω για περίπλοκες καταστάσεις ή εξεζητημένα ψυχικά βιώματα – μιλάω για τα πιο απλά πράγματα του κόσμου, τις ίδιες μας τις αισθήσεις. Γιατί αυτές αποτελούν το πρώτο και κυρίαρχο υλικό της μνήμης: οι στιγμές που αιχμαλωτίζονται στις εικόνες, οι μυρωδιές που μένουν στο μυαλό μας, το άγγιγμα και η αφή των πραγμάτων γύρω μας, οι ήχοι που μας γαληνεύουν, μας ταράζουν ή μας ψυχαγωγούν. Όλα αυτά είναι εδώ – παρόντα και μάλιστα με πολύ έντονο και παραστατικό τρόπο μέσα από την αφήγηση του Μάξιμου Χαρακόπουλου. Και με την έννοια αυτή, το βιβλίο του δεν «διαβάζεται» απλώς αλλά σε «τραβάει» μέσα στον κόσμο που περιγράφει και σε κάνει «συμμέτοχο» στα βιώματά του.

Από το άλλο μέρος, ιδιαίτερη σημασία έχει και το ότι η «δραπέτευση» αυτή, είναι παράλληλα κι ένα ταξίδι στο χρόνο – και μάλιστα σε δύσκολους χρόνους: από τον ερχομό των προσφύγων και τη δύσκολη διαδικασία της ενσωμάτωσής τους, τη διαδικασία μεταλλαγής του αστικού περιβάλλοντος και των ηθών του, μέχρι το σύγχρονο «εδώ-και-τώρα» της δεκαετίας του ’90. Ο Μάξιμος, μέσα από τα διηγήματα του, μας δίνει «στιγμές» της πορείας αυτής και μας αφήνει να συνθέσουμε μόνοι μας στο τέλος τη συνολική εικόνα.

Όμως ξέρετε, το παρελθόν είναι ένα πολύ περίεργο βίωμα…σκέφτεσαι από πού έχεις «φύγει», που έχεις «πάει» και που «βρίσκεσαι» τώρα…Στην πραγματικότητα όμως, όταν «φεύγεις» από κάπου, ποτέ δεν έχεις τη δυνατότητα να ξαναγυρίσεις εκεί, γιατί τίποτε δεν θα είναι το ίδιο. Επομένως, κατά κάποιο τρόπο είσαι «καταδικασμένος» να φεύγεις πάντα… Και ακριβώς αυτό το συναίσθημα, είναι πολλές φορές παρόν με έντονο τρόπο, στα διηγήματα του βιβλίου.

Ο Μάξιμος όσο καλός και αποτελεσματικός είναι στην πολιτική, άλλο τόσο ταλαντούχος είναι και ως συγγραφέας. Δεν έχει ανάγκη από πολύπλοκες λεκτικές φιοριτούρες, δεν κάνει άσκοπη επίδειξη της γραφής του. Αντιθέτως, ο λόγος του είναι τίμιος και ειλικρινής, ευθύς και άμεσος, επικεντρωμένος στην ουσία της διήγησής του. Γι’ αυτό και οι «ήρωες» του είναι ήρωες «με ψυχή»: δεν είναι επιτηδευμένες προσωπικότητες, δεν είναι σε τίποτε «δήθεν». Εκφράζουν απόλυτα το χώρο και το χρόνο στον οποίο βρίσκονται. Έχουν ισχυρά πάθη και έντονα συναισθήματα, είτε βιώνουν ακραίες καταστάσεις όπως η Ευδοξία και ο Αλέξης ή η Δέσποινα, είτε βιώνουν την καθημερινότητά τους, όπως ο παπά-Λάμπρος τη βραδιά της Ανάστασης ή ο Κωνσταντής τη μέρα των Χριστουγέννων.

Φίλες και φίλοι, ζούμε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις – κι αυτό το ξέρουμε όλοι μας καλά…Η ανασφάλεια, η απαισιοδοξία και μια αίσθηση ματαιότητας, μας κατακλύζει καθημερινά. Είναι λογικό λοιπόν, σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε, όλοι να ψάχνουμε τα «ήρεμα αγκυροβόλια» του μυαλού μας, τα οποία συνήθως βρίσκονται στο παρελθόν. Γι’ αυτό και το νοσταλγούμε όλοι μας, τώρα τελευταία όλο και πιο έντονα. Όμως είναι και μια ένδειξη της κατάστασης: όταν η νοσταλγία του παρελθόντος, είναι ισχυρότερη από την προσδοκία του μέλλοντος, τότε κάτι δεν πάει καλά στο παρόν. Και αυτά που δεν πάνε καλά στο δικό μας παρόν είναι ανησυχητικά πολλά…

Όμως ο Μάξιμος, δεν έχει γράψει απλά ένα «βιβλίο νοσταλγίας», δεν έχει γράψει ένα «θρήνο για την ξεγνοιασιά που χάθηκε». Έχει γράψει ένα βιβλίο που είναι για όλους μας «καμπανάκι υπενθύμισης»: μας υπενθυμίζει το που βρίσκεται η πραγματική ουσία της ζωής, μας υπενθυμίζει το νόημα και την αξία των σχέσεων μεταξύ μας, μας υπενθυμίζει ότι οφείλουμε να ζούμε στη βάση κάποιων αξιών και όχι να κινούμαστε στο χάος του «όλοι εναντίον όλων», μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συναισθήματα και τις εντάσεις τους και τέλος μας υπενθυμίζει τη βαρύτητα και τη σημασία της έννοιας της «Ατομικής μας Ταυτότητας». Μόνο αν «ξέρουμε ποιοι είμαστε» και ποιος είναι ο «χάρτης του παρελθόντος μας», θα καταφέρουμε να βγούμε από τις δυσκολίες του παρόντος που μας φαίνονται ανυπέρβλητες.

Οι ήρωες του Μάξιμου, ξέρουν πολύ καλά «ποιοι είναι» - και το ξέρουν με απλότητα και εκπληκτική διαύγεια. Κι αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα, στο βιβλίο «Εκ νεότητός μου» του Μάξιμου Χαρακόπουλου: το ότι μας προσφέρει ένα τρόπο να κοιτάξουμε μέσα μας αλλά και ένα τρόπο για να ξαναβρούμε, αυτή τη χαμένη απλότητα και διαύγεια της Ταυτότητάς μας.

Σας ευχαριστώ".

back to top