Menu
A+ A A-
pasxa

Είχε πατήσει τα 68 φέτος το χειμώνα ο μπάρμπα-Δημητρός, μα θα τον έκανες θαρρείς 90. Πάλεψε σκληρά να ξεχερσώσει τη γη που του ‘δώκε ο Εποικισμός του Βενιζέλου σαν ήρθε πρόσφυγας από τα μέρη της Ανατολής. Ο καυτός ήλιος του θεσσαλικού κάμπου άφησε πάνω στο πρόσωπό του τις αυλακιές του. Μα άλλο ήταν εκείνο που του άσπρισε σε μια νύχτα τα μαλλιά της κεφαλής του, για τα οποία μέχρι πρότινος καμάρωνε και ας τον πειράζανε οι συνομήλικοί του ότι τα βάφει με καραμπογιά.

Από μικρός ο Δημητρός, στο χωριό του, στους πρόποδες του Ταύρου ανέβαινε στο ψαλτήρι και βόηθαγε τον Χατζηλία τον ξακουστό ψάλτη στο βιλαέτι του Ικονίου. Από αυτόν έμαθε τα μυστικά της βυζαντινής μουσικής και γρήγορα έπαιζε τους ήχους στα δάχτυλα. Γι’ αυτό και όταν βρέθηκε στα μέρη τους, στα 1919, ο μητροπολίτης Χαλδίας, του έδωσε σε ηλικία μόλις 12 ετών το οφίκιο του Αναγνώστη. Θυμάται πάντα με νοσταλγία τα πρόσωπα των συγχωρεμένων των γονιών του που έλαμπαν από περηφάνια στην κατάμεστη εκκλησιά του Αγίου Χαραλάμπους. Και σαν ήρθε πρόσφυγας στη Θεσσαλία ανέλαβε ψάλτης στη θέση του Χατζηλία που τον έσφαξαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη.

***

Ήταν καλλίφωνος ο μπάρμπα-Δημητρός και όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι έψελνε ακόμη και στον καφενέ. Έτσι ευφραίνονταν η ψυχή του. Και άμα δεν έψελνε, τραγούδαγε αμανέδες της πατρίδας του και έκανε την παρέα να δακρύζει θυμούμενη τα παλιά. Το ψαλτήρι εδώ και χρόνια ήταν γι’ αυτόν τρόπος ζωής. Μα όλα άλλαξαν μια μέρα, όταν το στερνοπαίδι του ο Γιαννίκος που ήταν φαντάρος στη Σύρα απολύθηκε και γύρισε στο χωριό με μια Φραγκοσυριανή που, άκουσον-άκουσον(!) την παντρεύτηκε χωρίς την ευχή του πατέρα του. Και σαν να μην έφτανε που πήρε καθολική, αλλαξοπίστησε και έγινε και κείνος παπικός για να παντρευτεί την Φρατζέσκα. Ερωτευμένος καθώς ήταν ο Γιαννίκος ούτε που σκέφτηκε την πίκρα που θα ‘δινε στον πατέρα του και το ρεζιλίκι στο χωριό. Για τα μάτια της θα έπεφτε και στο γκρεμό. Και πώς να μην ξελογιαστεί από τα κάλλη και το σκέρτσο της Φρατζέσκας, που όλοι οι άνδρες ποθούσαν να ζεστάνει το κρεβάτι τους, γι’ αυτό και από πίσω της τη φώναζαν παστρικιά, κατά πως θα την ήθελαν.

Το κουτσομπολιό στο χωριό έδινε και έπαιρνε. «Ντροπή, ο γιος του ψάλτη να απαρνηθεί την πίστη των πατέρων μας και να φραγκέψει» έλεγε η μια φαρμακόγλωσσα και η άλλη συμπλήρωνε υπενθυμίζοντας τα λόγια του πατροκωσμά «τον πάπα να καταριέστε γιατί αυτός θα είναι η αιτία του κακού». Κι έτσι, η Φραγκοσυριανή για άνδρες και γυναίκες έγινε συνώνυμο της αμαρτίας.

***

Ο μπάρμπα-Δημητρός συνέχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και να ψάλει, μα μια Κυριακή δεν άντεξε το σούσουρο. Θόλωσε. Νόμιζε ότι όλοι στην εκκλησία σχολιάζουν το κακό που τον βρήκε. Κατέβηκε από το ψαλτήρι, κρέμασε στην κολόνα το ράσο του και δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην εκκλησιά. Απόφευγε πια να κοιτά στα μάτια τους συγχωριανούς του. Είχε περάσει χρόνος από εκείνη την Κυριακή που άφησε στη μέση τη λειτουργία, και το μαράζι που δεν έψελνε είχε γίνει σαράκι που του ‘τρωγε τα σωθικά. Σιγομουρμούριζε κάνα τροπάριο ή καμιά κατεβασία στον καφενέ και οι θαμώνες τον απόπαιρναν. Μια φορά μόνο έψαλε δυνατά με όλη τη δύναμη της ψυχής του στο καφενείο, στο μεϊντάνι του χωριού, όταν του ζήτησε ο Ζαζάς, ο βασιλικός, με την παρέα του να ψάλει το πολυχρόνιο. «Από τότε που κρέμασες το ράσο ρε Δημητρό δεν ψάλλουν και το πολυχρόνιο στο Βασιλέα» του φώναξε μισομεθυσμένος δίνοντας του την ιδιότυπη παραγγελιά. Με τη μεταπολίτευση και το «Όχι» στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό, η Εκκλησία συμμορφούμενη προς τη βούληση του λαού έπαψε τις δεήσεις υπέρ του άνακτα. «Πολυχρόνιον ποιήσαι …» άρχισε να ψάλει ο Δημητρός και τα μάτια του άστραψαν. Τι και αν είχε φύγει από χρόνους η βασιλική οικογένεια, ο Δημητρός συνέχισε αιτούμενος τα έτη πολλά στη «βασιλίδι μητρί Φρειδερίκη». Δεν άργησε η φασαρία, όταν μπήκε στον καφενέ ο Χάμπος, ο κομματάρχης του Αλαμανή. Γρήγορα πιάστηκαν στα χέρια με το Ζαζά κι ο Δημητρός βρέθηκε στη μέση να προσπαθεί να τους χωρίσει.

***

Την Μεγάλη Εβδομάδα τον έπιασε μελαγχολία. Όχι για τα πάθη του Χριστού. Αλλά γιατί αυτές τις μέρες ψάλλονται οι μελωδικότερες ακολουθίες. Οι ήχοι εναλλάσσονται και στις εκκλησιές ακούγονται ύμνοι αξεπέραστοι στους αιώνες. «Αχ να ανέβαινα και πάλι στο ψαλτήρι»! Η σκέψη αυτή στριφογύριζε από την Κυριακή των Βαΐων στο μυαλό του και σαν χτύπησε η καμπάνα τη Μεγάλη Πέμπτη καλώντας τους πιστούς για τα δώδεκα Ευαγγέλια πήρε την απόφαση και κατηφόρισε προς το ναό του Αγίου Παχωμίου. «Καλώς το Δημητρό. Στο στασίδι σου δεν ανέβηκε άλλος τόσους μήνες». Με αυτά τα λόγια τον υποδέχθηκε μετά το πρώτο σάστισμα, ο Καλλίνικος, ο επίτροπος και σχεδόν τραβώντας τον από το μπράτσο τον οδήγησε στο Ψαλτήρι.

Αν και η μέρα είναι πένθιμη γιατί οι «άνομοι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό» στο πρόσωπο του γεροψάλτη είχε αποτυπωθεί η γαλήνη, που τόσον καιρό του ‘λειψε. Από το «Λαός δυσσεβής και παράνομος ινά τι μελετά κενά» πέρασε στο «Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια, την τιμή του τετιμημένου». Με τη βροντερή του φωνή ανήγγειλε τη φοβερή είδηση «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Το ένα μετά το άλλο, ο παπάς διάβασε τα Ευαγγέλια, που ιστορούν το μαρτυρικό θάνατο του Κυρίου. Την προδοσία του Ισκαριώτη, τη συνωμοσία του ιερατείου, το «νίπτω τας χείρας μου» του Πιλάτου, το «άρον άρον σταύρωσον» του όχλου, τη μετάνοια του ληστή, το «ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί».

Ήταν περασμένες δέκα όταν τέλειωσε η ακολουθία και οι γυναίκες πήραν τα διαβασμένα κόκκινα αυγά και βγήκαν στο δρόμο για το σπίτι. Όλοι είχαν να πουν και έναν καλό λόγο για τον μπάρμπα-Δημητρό και τη φωνή του. «Σάμπως τι φταίει ο δύσμοιρος αν ο γιος του αλλαξοπίστησε» ακούστηκε να λέει η Κατίγκω βγαίνοντας από την εκκλησία. Ο Δημητρός προσκύνησε το σταυρό και ασπάσθηκε τους πόδας του εσταυρωμένου και από μέσα του ζήτησε συγχώρεση για εκείνη τη λειτουργία που άφησε στη μέση.

***

Την επομένη από νωρίς χτύπαγε πένθιμα η καμπάνα. Κανενός το μυαλό δεν πήγε στο κακό. Όλοι νόμιζαν ότι χτυπά πένθιμα λόγω της ημέρας. Η είδηση δεν άργησε να μαθευτεί: πέθανε ο μπάρμπα-Δημητρός. Το πρωί δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του όσο και αν τον σκούνταγε η γυναίκα του, η Μαρίκω. Και ύστερα είπαν πως ήταν Θεού σημάδι και πως ήταν καλό που έφυγε μια τέτοια μέρα. Και στην κηδεία, για συλλυπητήρια στους δικούς του εύχονταν Καλή Ανάσταση!

back to top