Menu
A+ A A-

thepresident

Μάξιμος ματια

 

Πόσο γνωρίζουμε την Τουρκία; 

Του Μάξιμου Χαρακόπουλου

Η εικόνα μιας Τουρκίας, που, ως «επιτήδειος ουδέτερος», βρέθηκε να διαμεσολαβεί μεταξύ των εμπολέμων Ρωσίας και Ουκρανίας, με τις «ευλογίες» όλων των εμπλεκομένων, φάνηκε να μας αιφνιδιάζει. Κι όμως, δεν θα έπρεπε, αν παρακολουθούσαμε προσεκτικά τα γεγονότα κι αν δεν μετατρέπαμε κάποιες φορές τις επιθυμίες ή τους ευσεβείς πόθους σε πραγματικότητα.

Παρά το ότι η Τουρκία, μέσω των ΜΜΕ, τα τελευταία χρόνια, κατέστη πιο οικεία στον μέσο Έλληνα, ωστόσο, είναι φανερό ότι πολλές από τις βεβαιότητες που είχαμε για αυτήν δεν ευσταθούσαν. Αναφέρω, για παράδειγμα, την προσδοκία ότι ο Ερντογάν και ο ισλαμισμός που εκπροσωπούσε θα μπορούσαν να ανατρέψουν την επιθετική προς την Ελλάδα πολιτική των κεμαλιστών. Αποδείχθηκε, όμως, ότι στον πυρήνα της ιδεολογίας του ήταν ο νεο-οθωμανισμός, που διέπεται από μεγαλύτερης έντασης αναθεωρητισμό.

Μια άλλη άποψη, με ευρεία διάδοση, ήταν ότι η πορεία της Άγκυρας προς την Ευρώπη θα έφερνε τον εκδημοκρατισμό στην γείτονα και την ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι Τούρκοι, ωστόσο, φάνηκε ότι ήθελαν την ένταξή τους στην ΕΕ «αλά τούρκα», αποκλειστικά με τους δικούς τους όρους και όχι προσαρμοζόμενοι στις ευρωπαϊκές αξίες. Σήμερα, βέβαια, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη την κατάφορη παραβίαση του κράτους δικαίου, καθώς στις φυλακές κρατείται ακόμη κι ο αρχηγός του τρίτου σε δύναμη κόμματος της χώρας.

Εκτός πραγματικότητας αποδείχθηκαν κι οι προβλέψεις για επικείμενη κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας. Αναμφίβολα, τα προβλήματα του πληθωρισμού και της νομισματικής αστάθειας είναι μεγάλα. Ταυτόχρονα, όμως, η Τουρκία διαθέτει εκτεταμένη πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, η οποία μπορεί να κάνει παγκόσμιες εξαγωγές, από λαχανικά μέχρι μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Αβάσιμη αποδείχθηκε και η προσμονή για αποδόμηση της ισχύος του Ερντογάν. Η εξουσία του, παρά τις αυξομειώσεις που έχει η αποδοχή του στην τουρκική κοινωνία, παραμένει ως τώρα αρκετά σταθερή, όπως και η στήριξη που απολαμβάνει κυρίως από τις μάζες της Ανατολίας.

Επιπόλαια ήταν, επίσης, η πεποίθηση πως η Τουρκία είχε απομονωθεί από το διεθνές σύστημα, λόγω των επιλογών της και, κυρίως, την αυτονόμησή της από την Δύση. Βεβαίως, οι σχέσεις της με τους διεθνείς δρώντες έχουν περάσει σοβαρές δοκιμασίες, όπως η αντιπαράθεση με το Ισραήλ, με αφορμή την προσπάθεια του Ερντογάν να εμφανιστεί ως προστάτης των Παλαιστινίων, ή οι «κόντρες» με τις ΗΠΑ, λόγω των ρωσικών S-400. Ταυτόχρονα, όμως, η Άγκυρα κατόρθωνε να προωθεί τις θέσεις της, ακόμη και με τη βία, σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Αζερμπαϊτζάν με ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις.

Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και στη δική μας περίπτωση, όπου παρά τον υβριδικό πόλεμο που εξαπέλυσε με όπλο τους μετανάστες στον Έβρο και τις συνεχείς απειλές στο πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας», εκ μέρους κρατών-μελών της ΕΕ παρουσιάστηκε δυστοκία έως απροθυμία στη λήψη βαριών κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας. Όπως ακριβώς έγινε και με τις τουρκικές πειρατικές ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ και το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων.

Προσφάτως, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ το παιχνίδι σε δύο γήπεδα, ο Ερντογάν άδραξε τη μεγάλη ευκαιρία που του δόθηκε με την έκρηξη του ουκρανικού ζητήματος και την εισβολή της Ρωσίας στην γειτονική της Δημοκρατία. Χωρίς να διαρρηγνύει τις πολύτιμες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με την Μόσχα, τροφοδοτεί διαρκώς την Ουκρανία με τα περίφημα Bayraktar και άλλο αμυντικό υλικό, ενώ αναδεικνύει και το ζήτημα των Τατάρων της Κριμαίας. Προφανώς, αυτές οι υπηρεσίες καθιστούν πολυτιμότερη για την Δύση την Άγκυρα, όπως φάνηκε και από τα όσα ανέφερε στο τελευταίο ταξίδι της στην τουρκική πρωτεύουσα η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.

Εν κατακλείδι η Τουρκία είναι μια μεγάλη αγορά σε μια κρίσιμη γεωπολιτική περιοχή, και η απομόνωσή της συνεπάγεται κόστος που δεν συμφέρει κανέναν, ούτε και την Ελλάδα, που πρέπει να έχει πάντα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, η θέση μας, πρέπει πρωτίστως να είναι αυτή του ρεαλισμού. Μια προσέγγιση που δεν θα ικανοποιεί το θυμικό μας, αλλά θα αντανακλά τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, αναδεικνύοντας ως ευρωτουρκικές διαφορές τις αξιώσεις της Άγκυρας έναντι των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας. Ασφαλώς, πρέπει να επιμείνουμε στις πολλαπλώς χρήσιμες διπλωματικές πρωτοβουλίες της ενεργούς εξωτερικής πολιτικής και τις πολυμελείς συμφωνίες συνεργασίας. Η καταδίκη του αναθεωρητισμού στον πόλεμο της Ουκρανίας σημαίνει καταδίκη κάθε αναθεωρητισμού. Κι αυτό, όπως ορθά πράττουμε, πρέπει να ακουστεί παντού. Η καταδίκη αυτή να αναδειχθεί ως δόγμα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ώστε να μην επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ούτε ως ρητορικό επιχείρημα -όπως κάνει η Τουρκία απέναντι στη συμφωνία της Λωζάνης.

Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί ευνοεί τη λειτουργία καναλιών επικοινωνίας με τη γείτονα, που πρέπει να αξιοποιηθούν. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, αυτό δεν σημαίνει ούτε υποστολή της υπεράσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ούτε αναστολή του εξοπλιστικού μας προγράμματος. Άλλωστε, στο τραπέζι του διαλόγου δεν σε αντιμετωπίζει κανείς σοβαρά αν δεν διαθέτεις ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα.

Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα thepresident.gr στις 18.4.2022

back to top